νυκτάλωψ

νυκτάλωψ
νυκτάλωψ, -ωπος, ὁ και ἡ (Α)
1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας
2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα
3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα
4. ως ουσ. α) πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση τού ασθενούς κατά τη διάρκεια τής νύχτας, νυκταλωπίασις*. β) πάθηση κατά την οποία ο ασθενής βλέπει καλύτερα τη νύχτα παρά την ημέρα, νυκταλωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νυκτάλωψ εμφανίζει δύο βασικές αντιφατικές σημασίες: α) «αυτός που βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας» και β) «αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα». Με την πρώτη σημ., η λ. θεωρείται συνθ. από το θ. νυκτ- τού νύξ, νυκτός και τη λ. ὤψ, ὠπός- «όψη» (πρβλ. ὄπωπα), ενώ το πρόσθετο -λ- ερμηνεύεται ως επίδραση τών αἱμάλωψ, θυμάλωψ. Κατά την ίδια άποψη, αρχική και αυθεντική σημ. τής λ. είναι «αυτός που βλέπει τη νύχτα». Με τη δεύτερη σημ., η λ. θεωρήθηκε ότι προήλθε με ανομοίωοη από αμάρτυρο τ. *νυκτ-αν-ωψ «αυτός που δεν βλέπει τη νύχτα» (< νύξ, νυκτός + στερητ. μόριο α(ν)- + -ὤψ, ὠπός «όψη»). Η τελευταία άποψη απορρίπτεται από εκείνους που θεωρούν αρχική σημ. τής λ. την πρώτη «αυτός που βλέπει τη νύχτα». Παρ' όλα αυτά, δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα ποια από τις δύο σημ. είναι η αρχαιότερη και δεν αποκλείεται και η σημ. «αυτός που δεν βλέπει τη νύχτα» να είναι εξίσου αρχαία. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή nyctalōps].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • nictálope — (Del gr. nyktalops.) ► adjetivo BIOLOGÍA Se aplica a la persona o al animal que ve mejor de noche que de día o en lugares oscuros. * * * nictálope (del lat. «nyctӑlops, ōpis», del gr. «nyktálōps, ōpos») adj. y n. Biol. Se aplica a la persona o… …   Enciclopedia Universal

  • νυκτίλωψ — νυκτίλωψ, ὁ και ἡ (Α) (εσφ. γρφ.) νυκτάλωψ* …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπία — η ιατρ. πάθηση τών οφθαλμών η οποία συνίσταται στη μείωση τής οπτικής ικανότητας στο φως τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctalopia < λατ. nyctalops < νυκτάλωψ*] …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπικός — ή, ό (Α νυκταλωπικός, ή, όν) [νυκτάλωψ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία 2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νυκταλωπικά κρούσματα νυκταλωπίασης …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπιώ — (Α νυκταλωπιῶ, άω) νεοελλ. πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρό αρχ. πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά… …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπώ — νυκταλωπῶ, άω (Μ) [νυκτάλωψ] (κατά τον Ευστάθ.) «νυκταλωπῶν ὁ νυστάζων» …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

  • ԳԻՇԵՐԱԿՈՅՐ — ( ) NBH 1 0554 Chronological Sequence: 12c ա. νυκτάλωψ lusciscus Որ ʼի գիշերի է իբր կոյր. անասուն ախտաւոր աչօք. հաւկուր. ... *Եւ զչորքոտանիս վաճառեալ ... մի՛ գիշերակոյր, եւ մի՛ անգնալի ʼի կամրջի: Մի՛ գիշերակոյր, եւ հարկանօղ իցէ. Մխ. դտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • nictálope — (Del lat. nyctălops, ōpis, y este del gr. νυκτάλωψ, ωπος, de νύξ, νυκτός, noche, y ὤψ, ὠπός, vista). adj. Dicho de una persona o de un animal: Que ve mejor de noche que de día. U. t. c. s.) …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”